wpe8.jpg (4406 bytes)
Λεξικό όρων
ABCDEFGHIJKLM
N OPQRSTUVWZ
 
 

A


accumulator- (συσσωρευτής)  αρχιτεκτονική εσωτερικής αποθήκευσης στην οποία ένας τελεστέος είναι έμμεσα ο ίδιος  ο συσσωρευτής.
aligned access- (ευθυγράμμιση)  Η πρόσβαση σε ένα «αντικείμενο» μεγέθους s bytes το οποίο βρίσκεται σε διεύθυνση Α byte, ευθυγραμμίζεται αν: A mod s = 0
aligned data- (ευθυγραμμισμένα δεδομένα)  Τα δεδομένα ονομάζονται ευθυγραμμισμένα εάν η διεύθυνση της μνήμης που περιέχει τα δεδομένα, είναι πολλαπλάσια του μεγέθους των δεδομένων σε bytes. Οι περισσότερες εντολές φόρτωσης/αποθήκευσης εκτελούνται σε ευθυγραμμισμένα δεδομένα.
Amdahl law- (νόμος του Amdahl)  Τύπος σύμφωνα με τον οποίο υπολογίζεται η επιτάχυσνη που προκύπτει από τη βελτίωση κάποιου χαρακτηριστικού ενός υπολογιστικού συστήματος.
antidependence- (αντιεξάρτηση)  Προκύπτει στη σωλήνωση μεταξύ δύο εντολών i και j, όταν η j γράφει στον καταχωρητή ή στη θέση μνήμης όπου η i διαβάζει και έχει εκτελεστεί πρώτη.
arithmetic and logic unit (ALU)- (αριθμητική και λογική μονάδα)  Είναι το τμήμα του επεξεργαστή στο οποίο εκτελούνται αριθμητικές και λογικές πράξεις όπως πρόσθεση, αφαίρεση, ολίσθηση,σύγκριση κτλ.
arithmetic mean- (αριθμητικός μέσος)  Είναι ο μέσος όρος των χρόνων εκτέλεσης των προγραμμάτων που εκτελούνται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός συστήματος.
asynchronous exception- (ασύγχρονη διακοπή)  Διακοπές οι οποίες προκαλούνται από εξωτερικές, ως προς τον επεξεργαστή και τη μνήμη συσκευές.


 



 
 

B


backward conditional branch - (διακλάδωση οπισθοδρόμησης) Εντολή διακλάδωσης όπου ο στόχος διακλάδωσης βρίσκεται σε μικρότερη διεύθυνση από τη διεύθυνση της εντολής διακλάδωσης.
branch - (διακλάδωση) Εντολή που αλλάζει τη φυσική ροή εκτέλεσης των εντολών ενός προγράμματος εαν ικανοποιείται μια συνθήκη.
branch delay - (καθυστέρηση διακλάδωσης) Προγραμματιστική τεχνική η οποία χρησιμοποιείται έτσι ώστε οι εντολές της σωλήνωσης να μην επηρεάζονται από τις εντολές διακλάδωσης και να εκτελούνται κανονικά είτε η διακλάδωσης ακολουθείται είτε όχι.
branch prediction buffer - (προσωρινός καταχωρητής πρόβλεψης διακλάδωσης)Μια μικρή μνήμη που διευθυνσιοδοτείται από το λιγότερο σημαντικό τμήμα της διεύθυνσης της εντολής διακλάδωσης. Περιέχει ένα bit που δηλώνει αν η διακλάδωση ακολουθήθηκε πρόσφατα ή όχι.
branch penalty - (ποινή διακλάδωσης) Η χρονική καθυστέρηση η οποία προκαλείται στη σωλήνωση λόγω των εντολών διακλάδωσης.
branch target buffer - (προσωρινός καταχωρητής στόχου διακλάδωσης)Μια μνήμη πρόβλεψης διακλάδωσης στην οποία αποθηκεύεται η προβλεπόμενη διεύθυνση της εντολής που έπεται μιας εντολής διακλάδωσης.
bottom (of the stack) - (πυθμένας) To άκρο της στοίβας στο οποίο τοποθετείται το πρώτο στοιχείο της στοίβας.
bus adapter(προσαρμοστής αρτηρίας)  Mηχανές με ξεχωριστή αρτηρία επεξεργαστή-μνήμης κανονικά χρησιμοποιούν ένα προσαρμοστή αρτηρίας (bus adapter) για να συνδεθεί η αρτηρία I/O στην αρτηρία επεξεργαστή-μνήμης. Ο προσαρμοστής αρτηρίας βοηθά στο συγχρονισμό των ταχυτήτων ανάμεσα στις ανόμοιες αρτηρίες.
 

  


 
 

C


cache flushing - (εκκένωση της κρυφής μνήμης) Διαδικασία κατά την οποία απομακρύνονται μεγάλα τμήματα δεδομένων από την κρυφή μνήμη και γράφονται πίσω στην κύρια μνήμη.
cache miss(σφάλμα κρυφής μνήμης)  Eχουμε όταν ο επεξεργαστής προσπελαύνει την κρυφή μνήμη για την ανάκτηση ενός τμήματος δεδομένων , κι αυτό δε βρίσκεται πλέον σε αυτή.
cancelling branch - (ακυρωτική διακλάδωση) Εντολή η οποία περιλαμβάνει την κατεύθυνση, η οποία είχε προβλεφθεί ότι θα ακολουθήσει η διακλάδωση.
coerced exceptions(αναγκαστικές διακοπές) Διακοπές οι οποίες προκαλούνται από κάποιο συμβάν στο υλικό του υπολογιστή, που δε βρίσκεται υπό τον έλεγχο του χρήστη.
clock skew - (παραμόρφωση ρολογιού) Oνομάζεται η διαφορά μεταξύ των χρόνων αφίξεων των παλμών του ρολογιού στις διαφορετικές συσκευές που είναι συνδεδεμένες στην αρτηρία.
clockingχρονορύθμιση  η έννοια της χρονορύθμισης είναι πολύ σημαντική για τα συστήματα αρτηρίας και αναφέρεται στο αν αυτό χρησιμοποιεί σύγχρονο ή ασύγχρονο σχήμα , γεγονός που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδονται τα δεδομένα στην αρτηρία. Αναλυτικά , οι σύγχρονες και οι ασύγχρονες αρτηρίες περιγράφονται στο κεφάλαιο 5.
compiler - (μεταγλωττιστής) Μετατρέπει τα προγράμματα σε γλώσσα μηχανής ώστε οι εντολές να μπορούν να εκτελεστούν από τη μηχανή.
condition register- (καταχωρητής συνθήκης) Είναι καταχωρητής ο οποίος χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της συνθήκης διακλάδωσης.
conditional branch-(διακλάδωση με συνθήκη) Εντολή που αλλάζει τη φυσική ροή εκτέλεσης των εντολών ενός προγράμματος εαν ικανοποιείται μια συνθήκη.
control dependence (εξάρτηση ελέγχου) Καθορίζει τη σειρά εκτέλεσης μιας εντολής στη σωλήνωση, λαμβάνοντας υπόψη την εντολή διακλάδωσης με συνθήκη, έτσι ώστε η εντολή να εκτελείται μόνο όταν είναι απαραίτητο.
control hazard (κίνδυνος ελέγχου) Προκαλείται σε έναν σωληνωμένο υπολογιστή όταν εκτελούνται εντολές οι οποίες μεταβάλλουν την τιμή του απαριθμητή προγράμματος, π.χ. εντολές διακλάδωσης με συνθήκη.
control flow (instructions)- (εντολές ελέγχου ροής προγράμματος) Σε ένα πρόγραμμα οι εντολές, οι οποίες καταλαμβάνουν διαδοχικές θέσεις στη μνήμη, εκτελούνται σειριακά. Μια εντολή ελέγχου ροής αλλάζει τη σειριακή αυτή εκτέλεση και μεταθέτει τη ροή του προγράμματος σε μια διεύθυνση που ονομάζεται στόχος διακλάδωσης-μεταπήδησης. Τέτοιες εντολές είναι οι εντολές διακλάδωσης και μεταπήδησης
clock cycle- (κύκλος ρολογιού) Οι περισσότεροι υπολογιστές έχουν κατασκευαστεί ώστε να χρησιμοποιούν ένα ρολόι που λειτουργεί με σταθερό ρυθμό. Τα γεγονόντα που συμβαίνουν σε διακριτό χρόνο καλούνται κύκλοι (ή χτύποι) ρολογιού.
CPI (clock cycles per instruction)- (κύκλοι ρολογιού ανά εντολή) Ο αριθμός των κύκλων ρολογιού που απαιτείται για την ολοκλήρωση της εκτέλεσης μιας εντολής.
CPU (Central Processing Unit) - (Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας) Οι μονάδα επεξεργασίας είναι η σημαντικότερη μονάδα του υπολογιστή, αφού είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση του προγράμματος και τον χειρισμό αιτήσεων διακοπών από τις μονάδες εισόδου/εξόδου.
correlating predictors - (συσχετισμένα σχήματα πρόβλεψης) Σχήματα πρόβλεψης των εντολών διακλάδωσης που χρησιμοποιούν τη συμπεριφορά και άλλων διακλαδώσεων για να κάνουν προβλέψεις.
CPU time - (xρόνος KME)  είναι το ποσοστό του χρόνου που ο επεξεργαστής είναι απασχολημένος.
 

  


 
 

D


data dependent instruction - (εξαρτώμενη εντολή)Μια εντολή j στη σωλήνωση, είναι εξαρτώμενη όσον αφορά στα δεδομένα από μία εντολή i αν ισχύει μία από τις ακόλουθες συνθήκες: α) Η εντολή i παράγει ένα τουλάχιστον αποτέλεσμα που χρησιμοποιείται από την εντολή j. β) Η εντολή j είναι εξαρτώμενη από την εντολή k και η k είναι εξαρτώμενη από την εντολή i.
data hazard - (κίνδυνος δεδομένων σωλήνωσης) Ο κίνδυνος σωλήνωσης ο οποίος προκαλεί προβλήματα σε ότι αφορά τη σειρά προσπέλασης των δεδομένων.
decoupled architecture - (μη συζευγμένη αρχιτεκτονική)Ο τρόπος οργάνωσης του επεξεργαστή όπου οι μονάδες φόρτωσης-αποθήκευσης έχουν ουρές που επιτρέπουν τη σύνδεση με άλλες λειτουργικές μονάδες.
depth of pipeline - (βάθος σωλήνωσης) Ο αριθμός των σταδίων της σωλήνωσης στην περίπτωση που όλες οι εντολές χρειάζονται τον ίδιο αριθμό κύκλων ρολογιού.
destination operand - (τελεστέος προορισμού) ο τελεστέος στον οποίο πρόκειται να αποθηκευτεί το αποτέλεσμα (συνήθως είναι καταχωρητής γενικής χρήσης)
DLX - Ο DLX είναι ένας υπολογιστής που έχει σχεδιαστεί μόνο για μελέτη και δεν έχει υλοποιηθεί, δηλαδή δεν είναι ένας πραγματικός υπολογιστής. Ανήκει στην κατηγορία υπολογιστών RISC (Reduced Instruction Set Computers). Το όνομά του προήλθε από το άθροισμα των ονομάτων πραγματικών μηχανών, που η φιλοσοφία τους είναι ίδια μ' αυτή του DLX, εκφρασμένων σε ρωμαικούς αριθμούς διαιρεμένο με το πλήθος των μηχανών αυτών έτσι: (AMD 29K, DECstation 3100, HP 850, IBM 801, Intel i860, MIPS M/120A, Motorola 88K, RISC I, SGI 4D/60, SPARCstation-1, Sun-4/110, Sun-4/260)/13 = 560 = DLX. Ο DLX παρουσιάζει ένα πολύ καλό μοντέλο αρχιτεκτονικής για μελέτη γιατί η αρχιτεκτονική του είναι κατανοητή. Παρέχει ένα απλό σύνολο εντολών φόρτωσης-αποθήκευσης, ένα καθορισμένο μέγεθος κωδικοποίησης εντολών (32 bits) και χρησιμοποιεί τη σωλήνωση.
dynamic scheduling - (δυναμικός προγραμματισμός)Προγραμματιστική τεχνική με την οποία το υλικό του υπολογιστή ρυθμίζει εκ νέου την εκτέλεση των εντολών, ώστε να μειώσει τις καθυστερήσεις στη σωλήνωση.

  


 
 

E


effective address- (ενεργή διεύθυνση) καλείται η πραγματική διεύθυνση μνήμης που καθορίζεται από τον τρόπο διευθυνσιοδότησης στην περίπτωση που απαιτείται ο προσδιορισμός μίας διεύθυνσης μνήμης.
execution time- (χρόνος εκτέλεσης) Tο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αρχή έως την ολοκλήρωση μιας εργασίας
 
 

  


 
 



F


floating point- (αριθμοί κινητής υποδιαστολής) Είναι αριθμοί μεγέθους (συνήθως) 32 bit με τουλάχιστον 6 σημαντικά ψηφία.
floating point register (FPR)- (καταχωρητής κινητής υποδιαστολής) Είναι καταχωρητής που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση αριθμών κινητής υποδιαστολής.
fairness- (δικαιοκρισία) Σημαντικό κριτήριο του λειτουργικού συστήματος ή ενός προγράμματος που διαχειρίζεται  διεργασίες, το οποίο διασφαλίζει ότι κάθε διεργασία λαμβάνει δίκαιο ποσοστό χρήσης του επεξεργαστή. Στην περίπτωση των αρτηριών, οι διεργασίες είναι οι συναλλαγές που επιτελούν οι συσκευές εισόδου/εξόδου.
fixed construction(ιδιοκατασκευή)  Δηλώνει ένα αντικείμενο (συνήθως ηλεκτρικό ή μηχανικό) που κατασκευάστηκε ειδικά για μια συγκεκριμένη χρήση και ένα ορισμένο σκοπό και το οποίο δε διατίθεται  μαζικά στο εμπόριο αφού είναι εξειδικευμένο. Παράδειγμα ιδιοκατασκευής αποτελεί η Φόρμουλα-1  στο χώρο των αγώνων αυτοκινήτου.
finite states machine - (μηχανή πεπερασμένων καταστάσεων) αποτελεί ένα λογικό κύκλωμα, το οποίο μπορεί να δεχτεί ένα αριθμό εισόδων, και να δώσει ένα αριθμό εξόδων ανάλογα με την είσοδο που θα δεχτεί. Ονομάζεται έτσι επειδή μπορεί να μεταβεί σε ένα πεπερασμένο αριθμό καταστάσεων.
forward conditional branches - (διακλάδωση προώθησης) εντολή διακλάδωσης με συνθήκη, όπου ο στόχος διακλάδωσης βρίσκεται σε μεγαλύτερη διεύθυνση από τη διεύθυνση της εντολής διακλάδωσης.
forwarding - (προώθηση) Τεχνική υλικού η οποία χρησιμοποιείται για να μειώσει τους κινδύνους δεδομένων της σωλήνωσης.
 

  


 
 

G


general purpose register (GPR)- (καταχωρητής γενικής χρήσης) Όλοι οι καταχωρητές εκτός αυτών που έχουν δεσμευτεί από το σύστημα με κάποια συγκεκριμένη λειτουργια.

  


 
 


H


high level language-(γλώσσα υψηλού επιπέδου) Είναι οι γλώσσες προγραμματισμού που είναι προσαρμοσμένες στα εκάστοτε προβλήματα και είναι εύκολες στην εκμάθησή τους σε αντίθεση με τις γλώσσες μηχανής.
handshaking protocol(πρωτόκολλο χειραψίας) αποτελείται από μία σειρά βημάτων κατά την οποία ο αποστολέας και ο παραλήπτης προχωρούν στο επόμενο βήμα μόνο όταν συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές. Το πρωτόκολλο υλοποιείται με ένα πρόσθετο σύνολο γραμμών ελέγχου.
harmonic meanαρμονικός μέσοςΧρησιμοποιείται ως μέτρο της απόδοσης ενός συστήματος και υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον αριθμητικό μέσο
 

  


 
 


I


immediate addressing- (απευθείας διευθυνσιοδότηση) Όταν ένας από τους τελεστέους είναι μια σταθερά.
initiation interval- (διάστημα αρχικοποίησης)- Ο αριθμός των κύκλων που πρέπει να περάσουν μεταξύ της διευθέτησης δύο εντολών.
interrupts - (διακοπές) Είναι γεγονότα (events), που αλλάζουν τη φυσική ροή εκτέλεσης των εντολών ύστερα από κάποια αίτηση μιας συσκευής. Μόλις συμβεί μια διακοπή η κεντρική μονάδα επεξεργασίας διακόπτει το πρόγραμμα που εκτελείται εκείνη τη στιγμή και εκτελεί τη συνάρτηση διακοπής
instruction issue - (διευθέτηση εντολής) H διαδικασία η οποία επιτρέπει σε μια εντολή να κινηθεί από το στάδιο αποκωδικοποίησης (ID) στο στάδιο εκτέλεσης (ΕΧ) της σωλήνωσης.
instruction lever parallelism (ILP) - (παραλληλισμός σε επίπεδο εντολής) Η επικάλυψη στην εκτέλεση των εντολών της σωλήνωσης, όταν αυτές είναι ανεξάρτητες και μπορούν να εκτελεστούν παράλληλα.
IR (Instruction Register) - (Kαταχωρητής Εντολών) Είναι ο καταχωρητής που περιέχει την κωδικοποιημένη εντολή που πρόκειται να εκτελεστεί.
interrupt vector- (διάνυσμα διακοπής) Aποτελεί μια θέση μνήμης στην οποία περιλαμβάνεται η διεύθυνση της διαδικασίας εξυπηρέτησης διακοπής (interrupt service procedure). Μια τέτοια θέση μνήμης αντιστοιχεί σε κάθε μια ομάδα συσκευών ίδιου τύπου – δισκέτα, σκληρός δίσκος, τερματικό.
 

  


 
 

J


jump- (μεταπήδηση) Εντολή που αλλάζει τη φυσική ροή εκτέλεσης των εντολών ενός προγράμματος. Σε αντίθεση με τις διακλαδώσεις δεν απαιτείται να ικανοποιείται καμμία συνθήκη.
 
 

  


 
 

K


kernels- (πυρήνες) Μικρά τμήματα κώδικα που έχουν εξαχθεί από πραγματικά προγράμματα και χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της απόδοσης ενός συστήματος. Παραδείγματα πυρήνων είναι το Linpack και το Livermore loops.
 
 


 
 

  

L


latency (of a fuctional unit)- (αδράνεια (μιας λειτουργικής μονάδας)) - Ο αριθμός των κύκλων ρολογιού που μεσολαβούν μεταξύ μιας εντολής που παράγει ένα αποτέλεσμα και μιας άλλης εντολής που χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα αυτό.
locality of reference- (τοπικότητα αναφοράς) - Η ιδιότητα των προγραμμάτων να ξαναχρησιμοποιούν δεδομένα και εντολές που πρόσφατα έχουν χρησιμοποιήσει. Υπάρχουν δύο είδη τοπικότητας της αναφοράς: η τοπικότητα χώρου και η τοπικότητα χρόνου. loop-lever parallelism- (παραλληλισμός σε επίπεδο βρόχου) - Τεχνική με την οποία αξιοποιούμε την παραλληλία μεταξύ των επαναλήψεων ενός βρόχου για να αυξήσουμε το βαθμό παραλληλίας μεταξύ των εντολών σε μία σωλήνωση.
 
 

  


 
 


M


machine cycle - (κύκλος μηχανής) Είναι ο χρόνος που απαιτείται για να μετακινηθεί η εντολή κατά ένα στάδιο μέσα στη σωλήνωση. Το μήκος του κύκλου μηχανής καθορίζεται από το χρόνο που χρειάζεται για να εκτελεστεί το πιο αργό στάδιο της σωλήνωσης.
memory stall cycles- (κύκλοι καθυστέρησης της μνήμης) Οι κύκλοι ρολογιού κατά τη διάρκεια των οποίων η ΚΜΕ καθυστερεί περιμένοντας μια πρόσβαση στη μνήμη.
move- (μετακίνηση) Εντολή που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση δεδομένων από μια θέση μνήμης σε μια άλλη.
multiple issue processor- (επεξεργαστής πολλαπλής διευθέτησης εντολών)- Επεξεργαστές οι οποίοι επιτρέπουν σε πολλές εντολές να εκτελεστούν σε έναν κύκλο ρολογιού.
 
 

  

Ν


name dependence- (εξάρτηση ονομάτων) Προκύπτει στη σωλήνωση όταν δύο εντολές χρησιμοποιούν τον ίδιο καταχωρητή ή την ίδια θέση μνήμης, που καλείται όνομα, αλλά δεν υπάρχει καμιά ροή δεδομένων που να σχετίζεται με το όνομα.
networks- (δίκτυα) ιδιαίτερα επίκαιρα στην εποχή μας , τα δίκτυα αποτελούν το κυριότερο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των υπολογιστών. Μπορούν να διακριθούν σε τοπικά δίκτυα (local area networks) - σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το Ethernet- και σε  δίκτυα μακρινής μεταφοράς (long-haul networks) τα οποία καλύπτουν αποστάσεις από 10 έως 10000 χιλιόμετρα.
normalized execution time- (κανονικοποιημένος χρόνος εκτέλεσης)Ο χρόνος εκτέλεσης των προγραμμάτων, υπολογισμένος ως προς έναν υπολογιστή αναφοράς. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός υπολογιστικού συστήματος.
 
 

  


 
 

O


opcode- (κωδικός λειτουργίας) Είναι το πεδίο της κωδικοποιημένης εντολής που περιέχει κωδικοποιημένη τη λειτουργία της εντολής. Σε υπολογιστές όπως τον VAX στον κωδικό λειτουργίας βρίσκονται κωδικοποιημένοι ο τύπος και το πλήθος των τελεστέων που χρησιμοποιούνται.
operand specifier - (προσδιοριστής διεύθυνσης τελεστέου) Καθορίζει τον τρόπο διευθυνσιοδότησης που χρησιμοποιείται για την προσπέλαση του τελεστέου μιας εντολής. Ο προσδιοριστής τελεστέου χρησιμοποιείται σε υπολογιστές VAX
οperand- (τελεστέος) Σε μια πράξη απαιτούνται ένας ή περισσότεροι τελεστέοι. Οι τελεστέοι είναι εκείνοι πάνω στους οποίους θα εφαρμοστεί η πράξη, π.χ. στην πρόσθεση 5+3 οι "5" και "3" είναι τελεστέοι
operator- (τελεστής) Σε μια πράξη ο τελεστής αντιπροσωπεύει την πράξη που θα γίνει, π.χ. στην πρόσθεση 5+3 το "+" είναι ο τελεστής.
operations- (λειτουργίες) σύνολο πράξεων που μπορεί να εκτελέσει ένας υπολογιστής.
οutput dependence- (εξάρτηση εξόδου) Προκύπτει στη σωλήνωση μεταξύ δύο εντολών i και j όταν και οι δύο εντολές γράφουν στον ίδιο καταχωρητή ή στην ίδια περιοχή μνήμης.
 
 

  


 
 

P


performance - (απόδοση)Η απόδοση ενός υπολογιστικού συστήματος αναφέρεται στις επιδόσεις του, δηλαδή στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες που διαθέτει το σύστημα. Αντιστοιχεί κυρίως στην ταχύτητα, στην αξιοπιστία και στη λειτουργική ευελιξία του υπολογιστικού συστήματος.
pipeline - (σωλήνωση) Είναι μια τεχνική που επιτρέπει την επικάλυψη (overlap) πολλαπλών εντολών στην εκτέλεση, δηλαδή διαφορετικά τμήματα διαφορετικών εντολών μπορούν να εκτελούνται ταυτόχρονα.
pipeline bubble- (φυσαλίδα σωλήνωσης) Η καθυστέρηση η οποία κινείται μέσα στη σωλήνωση καταλαμβάνοντας χώρο, χωρίς όμως να πραγματοποιεί κάποια χρήσιμη εργασία.
pipeline hazard - (κίνδυνος σωλήνωσης) Η κατάσταση η οποία εμποδίζει ένα στάδιο (σωλήνωσης) της επόμενης εντολής από την ακολουθία εντολών, να εκτελεστεί στον καθορισμένο κύκλο ρολογιού.
pipeline interclock- (κλείδωμα σωλήνωσης) Υλικό το οποίο προστίθεται στον υπολογιστή για να εξασφαλίσει τη σωστή σειρά εκτέλεσης των εντολών στη σωλήνωση. Το κλείδωμα της σωλήνωσης ανιχνεύει έναν κίνδυνο και καθυστερεί τη σωλήνωση, μέχρι να απαλειφθεί ο κίνδυνος αυτός.
pipeline register - (καταχωρητής σωλήνωσης) Καταχωρητής ο οποίος χρησιμοποιείται για την προσωρινή αποθήκευση τιμών που μεταφέρονται μεταξύ δύο σταδίων της σωλήνωσης, κατά την εκτέλεση μιας εντολής.
pipeline scheduling- (προγραμματισμός σωλήνωσης) H τεχνική με την οποία ο μεταγλωττιστής σε έναν σωληνωμένο υπολογιστή προπαθεί να προγραμματίσει τη σωλήνωση, έτσι ώστε να αποφύγει τις καθυστερήσεις, π.χ. αλλάζοντας τη σειρά εκτέλεσης των εντολών για να αποφύγει έναν κίνδυνο.
position independence- (ανεξαρτησία θέσης) Η ιδιότητα που επιτρέπει στον κώδικα να τρέχει ανεξάρτητα από το που είναι φορτωμένος.
procedure call- (κλήση διαδικασίας) Όταν μέσα στο πρόγραμμα καλείται μια διαδικασία αλλάζοντας έτσι την φυσική ροή εκτέλεσης μιας εντολής.
procedure return- (επιστροφή διαδικασίας) Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας το πρόγραμμα πρέπει να επιστρέψει στη θέση που ήταν πριν την κλήση της διαδικασίας.
program counter (PC)- (απαριθμητής προγράμματος) καταχωρητής που περιέχει τη διεύθυνση της επόμενης εντολής που πρόκειται να εκτελεστεί.
PC-relative addressing (PC-σχετική διευθυνσιοδότηση)- Είναι τρόπος διευθυνσιοδότησης ο οποίος εξαρτάται από τον απαριθμητή προγράμματος. Χρησιμοποιείται συνήθως για τον προσδιορισμό της διεύθυνσης στις εντολές που αλλάζουν τη ροή εκτέλεσης του προγράμματος.
PC-relative branch (PC-σχετική διακλάδωση)- Eντολή διακλάδωσης στην οποία ο στόχος διακλάδωσης προσδιορίζεται από την προσθήκη στην τιμή του απαριθμητή προγράμματος, ένός πεδίου μετατόπισης.
paging -  (σελιδοποίηση)  τεχνική που εφαρμόζουν πολλά λειτουργικά συστήματα για να διαχειριστούν τις διαφορετικές διεργασίες που περιμένουν να εκτελεστούν, και τη μνήμη που απαιτείται για αυτές. Συνοπτικά , κατά τη σελιδοποίηση η μνήμη χωρίζεται σε τμήματα  - τις σελίδες (pages) -  σε καθeμία από τις οποίες φορτώνεται ένα τμήμα του κώδικα από κάποιο από τα προγράμματα που περιμένουν να εκτελεστούν. Οταν ο επεξεργαστής πρόκειται να τρέξει ένα τμήμα προγράμματος , κοιτά πρώτα αν αυτό το τμήμα είναι ήδη στη μνήμη : αν ναι , το επεξεργάζεται άμεσα , αν όχι , το φέρνει από το δίσκο στη μνήμη απομακρύνοντας μία υπάρχουσα σελίδα με κάποιο αλγόριθμο , π.χ. μπορεί κάθε φορά να διώχνει τη σελίδα  που τροποποιήθηκε πιο παλιά.
precise exceptions (διακοπές ακριβείας)- Αν η σωλήνωση μπορεί να σταματήσει, έτσι ώστε οι εντολές που βρίσκονται ακριβώς πριν τη λανθάνουσα εντολή να έχουν ολοκληρωθεί και αυτές που βρίσκονται μετά να μπορούν να ξεκινήσουν από το σημείο διακοπής, τότε η εντολή έχει διακοπές ακριβείας.
 

  


 
 

Q


queue structure- (δομή ουράς) Δομή δεδομένων κατά την οποία το πρώτο στοιχείο που εισέρχεται σε μια ενδιάμεση μνήμη είναι και το πρώτο που επιδέχεται επεξεργασία. Σε αυτή την περίπτωση η ενδιάμεση μνήμη λειτουργεί με τη δομή ουράς - δηλαδή η πρώτη διεργασία που θα εισέλθει στη μνήμη θα είναι και αυτή που θα εκτελεστεί.
 
 

  

R


real programs- (πραγματικά προγράμματα) Προγράμματα δοκιμής τα οποία χρησιμοποιούνται για την επίλυση πραγματικών προβλημάτων. Τα προγάμματα αυτά δέχονται είσοδο δίνοντας κάποια έξοδο και παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα επιλογής κατά την εκτέλεση του προγράμματος. Παρδείγματα είναι οι μεταγλωττιστές της C, το λογισμικό επεξεργασίας κειμένου (π.χ. ΤΕΧ), κλπ.
register- (καταχωρητής) Είναι μια ομάδα από δυαδικά κύτταρα. Αφού ένα κύτταρο αποθηκεύει ενα bit πληροφορίας, συνεπώς, ένας καταχωρητής με n κύτταρα μπορεί να αποθηκεύει κάθε διακριτή ποσότητα πληροφορίας που περιέχει n bits.
register rename- (μετονομασία καταχωρητή) Μετονομασία που εφαρμόζεται σε τελεστέους που βρίσκονται σε καταχωρητές, για την αποφυγή της εξάρτησης ονομάτων στη σωλήνωση.
register/register architecture (Load-Store)- (αρχιτεκτονική καταχωρητή/καταχωρητή) Όλες οι πράξεις γίνονται μεταξύ καταχωρητών. Πρόσβαση στη μνήμη υπάρχει μόνο με εντολές φόρτωσης και αποθήκευσης.
register/memory architecture- (αρχιτεκτονική καταχωρητή/μνήμης) Σε κάθε εντολή ένας ή περισσότεροι τελεστέοι μπορεί να είναι διευθύνσεις μνήμης σε αντίθεση με τις αρχιτεκτονικές καταχωρητή/καταχωρητή.
reservation station- (σταθμός κράτησης)- Χρησιμοποιούνται στην τεχνική Tomasulo . Οι σταθμοί κράτησης ανακαλούν και καταχωρούν προσωρινά έναν τελεστέο μιας εντολής έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνεται συνέχεια η ανάγνωση ενός τελεστέου κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του προγράμματος.
response time -  (xρόνος απόκρισης) Aποτελεί το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που ο χρήστης πληκτρολογεί μια εντολή έως τη στιγμή που εμφανίζονται αποτελέσματα στην έξοδο.
restatable pipeline -  (επανεκκινήσιμη σωλήνωση) H σωλήνωση η οποία προσφέρει τη δυνατότητα σε έναν υπολογιστή να χειριστεί μια διακοπή, να αποθηκεύσει την κατάσταση και να ξαναρχίσει, χωρίς να επηρεάσει την εκτέλεση του προγράμματος.
ρυθμαπόδοση σωλήνωσης Ο αριθμός των εντολών, των οποίων η εκτέλεση ολοκληρώνεται από τη σωλήνωση στη μονάδα του χρόνου.
 

  


 
 

S


SCOREBOARDING - (πίνακας αποτελεσμάτων))- Τεχνική που χρησιμοποιείται στη σωλήνωση και επιτρέπει στις εντολές να εκτελούνται εκτός σειράς, όταν υπάρχουν επαρκείς πόροι και δεν υπάρχουν εξαρτήσεις δεδομένων.
sign-extention - (επέκταση προσήμου) Αν για παράδειγμα θέλουμε να τοποθετήσουμε έναν αριθμό μεγέθους 16 bits σε έναν καταχωρητή 32 bits πρέπει να επεκτείνουμε τον 16-bits αριθμό σε 32 bits αυτό γίνεται με την επέκταση προσήμου, δηλαδή με την προσθήκη μιας ποσότητας 16 bits στην αρχή του αριθμού που περιλαμβάνει το πρόσημο του αριθμού.
simulation -  (προσομοίωση)  Διαδικασία με την οποία προσπαθούμε να μελετήσουμε τη λειτουργία ενός μηχανισμού ,
μελετώντας, αντί γι αυτόν καθαυτόν, ένα μοντέλο που έχει όμοια συμπεριφορά και είναι πιο εύκολο να κατασκευαστεί και να μελετηθεί.
software pipelining -  (σωλήνωση λογισμικού) Τεχνική που χρησιμοποιείται για περισσότερη παραλληλία των εντολών στη σωλήνωση. Η σωλήνωση λογισμικού αναδιοργανώνει τους βρόχους έτσι ώστε κάθε επανάληψη στον κώδικα να σχηματίζεται από εντολές επιλεγμένες από διαφορετικές επαναλήψεις του αρχικού βρόχου.
source operand- (πηγαίος τελεστέος)  ο ένας από τους δύο τελεστέους στους οποίους πρόκειται να εκτελεστεί μία πράξη
spatial locality- (τοπικότητα χώρου) Ένα είδος τοπικότητας της αναφοράς. Σύμφωνα με την τοπικότητα του χώρου τα δεδομένα με γειτονικές διευθύνσεις συνήθως αναφέρονται συχνότερα μέσα σε ένα πρόγραμμα.
stack- (στοίβα)  Είναι μια βασική δομή δεδομένων που χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική υπολογιστών (αρχιτεκτονική εσωτερικής αποθήκευσης στην οποία οι τελεστέοι βρίσκονται έμμεσα στην κορυφή της) και στον προγραμματισμό.
stack pointer- (δείκτης στοίβας)  Καταχωρητής ειδικής χρήσης ο οποίος περιέχει την εκάστοτε διεύθυνση του στοιχείου κορυφής της στοίβας
structural hazard- (κατασκευαστικός κίνδυνος (σωλήνωσης)) Είναι ο κίνδυνος της σωλήνωσης που προκύπτει όταν δύο στάδια δύο διαφορετικών εντολών, που βρίσκονται μέσα στη σωλήνωση, χρειάζονται τον ίδιο πόρο (κύκλωμα) του υπολογιστή, στον ίδιο κύκλο ρολογιού.
superscalar processor- (υπερβαθμωτός επεξεργαστής)  Κατηγορία επεξεργαστή πολλαπλής διευθέτησης ο οποίος διαθέτει μεταβαλλόμενο αριθμό εντολών σε κάθε κύκλο ρολογιού.
synchronous exception- (σύγχρονη διακοπή)  Αν μία διακοπή συμβαίνει στο ίδιο σημείο κάθε φορά που το πρόγραμμα εκτελείται με τα ίδια δεδομένα και παραχώρηση μνήμης, τότε η διακοπή είναι ασύγχρονη.
synthetic benchmarks- (σύνθετα προγράμματα δοκιμής)  Προγράμματα που προσπαθούν να εξομοιώσουν τη μέση συχνότητα των λειτουργιών ενός μεγάλου αριθμού προγραμμάτων. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι τα: Whetstone και Dhrystone.
system CPU tme- (χρόνος συστήματος ΚΜΕ)  To χρονικό διάστημα που καταναλώνει η ΚΜΕ στο λειτουργικό σύστημα, το οποίο πραγματοποιεί εργασίες κατόπιν αιτήσεως του προγράμματος.
 

  


 
 

T


Target - (στόχος) Είναι η διεύθυνση της θέσης μνήμης που περιέχεται η εντολή που θα εκτελεστεί λόγω κάποιας εντολής αλλαγής ελέγχου ροής.
Temporal locality - (τοπικότητα χρόνου)- Ένα είδος τοπικότητας της αναφοράς. Σύμφωνα με την τοπικότητα του χρόνου τα δεδομένα τα οποία έχουν προσπελαστεί πρόσφατα είναι πιθανότερο να προσπελαστούν στο μέλλον.
throughput -  (ρυθμός διαμεταγωγής ή ρυθμαπόδοση)  O αριθμός των διεργασιών που έρχονται σε πέρας από ένα υπολογιστικό σύστημα μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Tomasulo- Τεχνική η οποία αποτελεί μία άλλη προσέγγιση του δυναμικού προγραμματισμού και επιτρέπει την εκτέλεση των εντολών στη σωλήνωση, παρουσία κινδύνων.
Top (of the stack)- (κορυφή στοίβας) H άκρη της στοίβας στην οποία προστίθενται ή αφαιρούνται δεδομένα.
Trace compaction- (συμπίεση ανίχνευσης)- Διαδικασία του προγραμματισμού ανίχνευσης η οποία προσπαθεί να συμπιέσει την επιλεγόμενη ακολουθία μπλοκ της επιλογής ανίχνευσης, σε ένα μικρό αριθμό μεγάλων εντολών.
Trace scheduling- (προγραμματισμός ανίχνευσης)- Τεχνική για περισσότερη παραλληλία των εντολών στη σωλήνωση. Η τεχνική αυτή επεκτείνει την ανάπτυξη του βρόχου με μία τεχνική για εύρεση παραλληλισμού διαμέσου διακλαδώσεων με συνθήκη, εκτός από τις διακλαδώσεις του βρόχου.
Trace selection- (επιλογή ανίχνευσης)- Διαδικασία του προγραμματισμού ανίχνευσης η οποία προσπαθεί να βρει μια ακολουθία βασικών μπλοκ των οποίων οι λειτουργίες θα τοποθετηθούν μαζί σε ένα μικρότερο αριθμό εντολών.

  


 
 


U

user CPU time - (χρόνος χρήσης της ΚΜΕ) To χρονικό διάστημα που καταναλώνει η ΚΜΕ σε ένα πρόγραμμα.

  


 
 


V


VAX - Ο VAX δημιουργήθηκε από την εταιρεία DEC το 1977, όταν στα μέσα του 1970 συνειδητοποιήθηκε ότι τα 16 bits που χρησιμοποιούνταν για τον καθορισμό της διεύθυνσης δεν ήταν αρκετά, λόγω της ραγδαίας αύξησης της χωρητικότητας των μνημών. Ο VAX ανήκει στην κατηγορία υπολογιστών CISC (Complex Instruction Set Computers). Έτσι ο VAX χρησιμοποιεί διευθύνσεις μεγέθους 32 bits και αποτελεί την εξέλιξη του υπολογιστή PDP-11 της DEC που χρησιμοποιούσε διευθύνσεις μεγέθους 16 bits. Στόχος του υπολογιστή VAX ήταν η χρήση εντολών που θα εξασφάλιζαν ότι το πρόγραμμα στο οποίο χρησιμοποιούνται θα είχε όσο το δυνατό μικρότερο μέγεθος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη χρήση πολύπλοκων εντολών μεταβλητού μεγέθους.
virtual memory - (ιδεατή μνήμη)  Mέθοδος που αντιμετωπίζει το πρόβλημα ότι ο συνδυασμός του μεγέθους του προγράμματος, των δεδομένων και της στοίβας, μπορεί να ξεπεράσουν τα όρια της φυσικής μνήμης που είναι διαθέσιμη για αυτά. Σύμφωνα με αυτή, το λειτουργικό σύστημα κρατά στη μνήμη εκείνα τα τμήματα του προγράμματος, τα οποία βρίσκονται σε χρήση και τα υπόλοιπα τα κρατάει στο δίσκο. Η ιδεατή μνήμη υλοποιείται με τη χρήση της σελιδοποίησης.
VLIW- (επεξεργαστής με πολύ μεγάλη λέξη εντολής) -   Κατηγορία επεξεργαστών πολλαπλής διευθέτησης. Οι VLIW διευθετούν καθορισμένο αριθμό εντολών σε κάθε κύκλο ρολογιού, διαμορφωμένο είτε σαν μια μεγάλη εντολή, είτε σαν ένα καθορισμένο πακέτο εντολών.
 

  


 

W


write back cache - (κρυφή μνήμη υστεροεγγραφής)  Σε αυτό τον τύπο κρυφής μνήμης τα δεδομένα που βρίσκονται σε αυτή γράφονται στην κύρια μνήμη μόνο όταν αντικατασταθούν και εγκαταλείψουν την κρυφή μνήμη.